πτυχίο

πτυχίο
το / πτυχίον, ΝΜΑ
νεοελλ.
πιστοποιητικό ανώτατης σχολής που χορηγείται σε όποιον ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του
μσν.-αρχ.
διπλωμένο βιβλίο, πτύχιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύχιον, με καταβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτυχίο — το πιστοποιητικό επιτυχούς τερματισμού των σπουδών: Πτυχίο νομικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») …   Dictionary of Greek

  • πτυχιούχος — ο, η, Ν αυτός ο οποίος έχει περατώσει με επιτυχία τις σπουδές του σε ανώτατη σχολή και έχει πάρει το πτυχίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχίο + ούχος* (< έχω), πρβλ. αριστ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • Konstantinos Th. Dimaras — Konstantinos Thiseos Dimaras Κωνσταντίνος Θησέως Δημαράς, auch in der Transkription: Konstantinos Theseos Demaras (* 21. Mai 1904 in Athen; † 18. Februar 1992 in Paris) war ein griechischer Literaturwissenschaftler und Neogräzist und Professor… …   Deutsch Wikipedia

  • Maria A. Stassinopoulou — Maria A. Stassinopoulou, auch: Stasinopoulou (griechisch Μαρία Α. Στασινοπούλου, * 4. Oktober 1961 in Athen) ist eine griechische Neogräzistin und Professorin für Neogräzistik an der Universität Wien. Maria A. Stassinopoulou absolvierte… …   Deutsch Wikipedia

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κολέγιο — το (Μ κολλέγιον) νεοελλ. 1. εκπαιδευτικό ίδρυμα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας ή μόνο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο συνήθως ο μαθητής, εκτός από τις ώρες τών μαθημάτων, μπορεί να μείνει και την υπόλοιπη μέρα για μελέτη («Κολλέγιο Αθηνών») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”